εμβρυουλκός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εμβρυουλκός οι εμβρυουλκοί
      γενική του εμβρυουλκού των εμβρυουλκών
    αιτιατική τον εμβρυουλκό τους εμβρυουλκούς
     κλητική εμβρυουλκέ εμβρυουλκοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εμβρυουλκός < εμβρυ- (< έμβρυο) + -ουλκος (< έλκω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /eɱ.vɾi.ulˈkos/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εμβρυουλκός αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]