ενδοπαρασιτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ενδοπαρασιτικός < ενδοπαράσιτο + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]ενδοπαρασιτικός, -ή, -ό
- (βιολογία) που έχει σχέση με ενδοπαράσιτο ή αναφέρεται σ’ αυτό
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ενδοπαρασιτικός
|