ενδοϋπουργικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενδοϋπουργικός η ενδοϋπουργική το ενδοϋπουργικό
      γενική του ενδοϋπουργικού της ενδοϋπουργικής του ενδοϋπουργικού
    αιτιατική τον ενδοϋπουργικό την ενδοϋπουργική το ενδοϋπουργικό
     κλητική ενδοϋπουργικέ ενδοϋπουργική ενδοϋπουργικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενδοϋπουργικοί οι ενδοϋπουργικές τα ενδοϋπουργικά
      γενική των ενδοϋπουργικών των ενδοϋπουργικών των ενδοϋπουργικών
    αιτιατική τους ενδοϋπουργικούς τις ενδοϋπουργικές τα ενδοϋπουργικά
     κλητική ενδοϋπουργικοί ενδοϋπουργικές ενδοϋπουργικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενδοϋπουργικός < ενδο- + υπουργικός

Επίθετο[επεξεργασία]

ενδοϋπουργικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]