ενδοϋπουργικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενδοϋπουργικός < ενδο- + υπουργικός
Επίθετο[επεξεργασία]
ενδοϋπουργικός, -ή, -ό
- που αφορά εσωτερικά ένα υπουργείο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενδοϋπουργικός
|