ενδυματικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενδυματικός η ενδυματική το ενδυματικό
      γενική του ενδυματικού της ενδυματικής του ενδυματικού
    αιτιατική τον ενδυματικό την ενδυματική το ενδυματικό
     κλητική ενδυματικέ ενδυματική ενδυματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενδυματικοί οι ενδυματικές τα ενδυματικά
      γενική των ενδυματικών των ενδυματικών των ενδυματικών
    αιτιατική τους ενδυματικούς τις ενδυματικές τα ενδυματικά
     κλητική ενδυματικοί ενδυματικές ενδυματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενδυματικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

ενδυματικός

  • που αφορά το ντύσιμο/τον ρουχισμό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]