εξευγενισμός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξευγενισμός < εξευγενίζ(ω) + -μός ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική ennoblissement)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εξευγενισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εξευγενίζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εξευγενισμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μός (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)