εορτολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εορτολογικός < ἑορτολογικός. Μορφολογικά αναλύεται σε εορτολογ(ία) + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
εορτολογικός, -ή, -ό
- σχετικός με την εορτολογία / το εορτολόγιο
- ※ Έθιμα και τελετουργίες του ετήσιου εορτολογικού κύκλου των Ελλήνων κατοίκων στον Πόντο: (μέσα 19ου αι.-1922) (Μαρία Τριπερίνα, διδακτορική διατριβή, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, 2014)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εορτολογικός
|