επίταξη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επίταξη | οι | επιτάξεις |
γενική | της | επίταξης* | των | επιτάξεων |
αιτιατική | την | επίταξη | τις | επιτάξεις |
κλητική | επίταξη | επιτάξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιτάξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επίταξη < (ελληνιστική κοινή) ἐπίταξις < αρχαία ελληνική ἐπίταξις < ἐπιτάσσω < ἐπί + τάσσω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλικά requisition)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επίταξη θηλυκό
- διαταγή, προσταγή
- η οριστική ή προσωρινή αφαίρεση κινητής ή ακίνητης περιουσίας καθώς και προσωπικών υπηρεσιών, που γίνεται από το κράτος για στρατιωτικούς σκοπούς σε καιρό πολέμου ή επιστράτευσης ή για δημόσια ωφέλεια
- ※ Οποιαδήποτε μορφή αναγκαστικής εργασίας απαγορεύεται. Ειδικοί νόμοι ρυθμίζουν τα σχετικά με την επίταξη προσωπικών υπηρεσιών σε περίπτωση πολέμου ή επιστράτευσης ή για την αντιμετώπιση αναγκών της άμυνας της Χώρας ή επείγουσας κοινωνικής ανάγκης από θεομηνία ή ανάγκης που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία, καθώς και τα σχετικά με την προσφορά προσωπικής εργασίας στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης για την ικανοποίηση τοπικών αναγκών. (Σύνταγμα της Ελλάδας, άρθρο 22 παράγραφος 4)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επίταξη