επαναλογισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επαναλογισμός αρσενικό
- (σπάνιο) (λόγιο) ο εκ νέου προβληματισμός για κάποιο θέμα, η (φιλοσοφική) επανεκτίμηση ή αναθεώρησή του
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επαναλογισμός
|