προβληματισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προβληματισμός < προβληματίζομαι + -μός
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προβληματισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του προβληματίζομαι
[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις προβληματίζω, πρόβλημα και βάλλω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προβληματισμός