επαναξιολόγηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επαναξιολόγηση οι επαναξιολογήσεις
      γενική της επαναξιολόγησης* των επαναξιολογήσεων
    αιτιατική την επαναξιολόγηση τις επαναξιολογήσεις
     κλητική επαναξιολόγηση επαναξιολογήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επαναξιολογήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επαναξιολόγηση < επαν- + αξιολόγηση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική reevaluation ή μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική réévaluation.[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.pa.na.ksi.oˈlo.ʝi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πα‐να‐ξι‐ο‐λό‐γη‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επαναξιολόγηση θηλυκό

  • αξιολόγηση εκ νέου
    ※  Συνεπώς, στο πλαίσιο της συνολικής επαναξιολόγησης, μήπως ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης οφείλει να επαναξιολογήσει και τη διαφωνία του για την αποστολή στρατιωτικού υλικού από την Ελλάδα; Διότι καλή είναι η επαναξιολόγηση των άλλων, χρησιμότερη όμως είναι η επαναξιολόγηση του εαυτού μας.
    Πάσχος Μανδραβέλης, Η χρήσιμη επαναξιολόγηση, Η Καθημερινή, 22 Σεπτεμβρίου 2022

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. επαναξιολόγησηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)