επείσακτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επείσακτος η επείσακτη το επείσακτο
      γενική του επείσακτου της επείσακτης του επείσακτου
    αιτιατική τον επείσακτο την επείσακτη το επείσακτο
     κλητική επείσακτε επείσακτη επείσακτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επείσακτοι οι επείσακτες τα επείσακτα
      γενική των επείσακτων των επείσακτων των επείσακτων
    αιτιατική τους επείσακτους τις επείσακτες τα επείσακτα
     κλητική επείσακτοι επείσακτες επείσακτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επείσακτος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

επείσακτος, -η, -ο

  1. ο ξενολάτρης, ξενομανής, που θαυμάζει το ξένο ως καλύτερο του εγχώριου
  2. ο ξενόφερτος, ο ξενοφερμένος, αυτός που εισάγεται
    η ποπ μουσική με αγγλική στιχομυθία είναι μια επείσακτη μορφή πολιτισμού, σημάδι της αμερικανικής πολιτισμικής κυριαρχίας απορρέουσα της παγκόσμιας γεωπολιτικής και οικονομικής πρωτοκαθεδρίας τους

Μεταφράσεις[επεξεργασία]