επιγενετική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιγενετική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου επιγενετικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιγενετική θηλυκό
- (βιολογία) η επιστήμη της επίδρασης του περιβάλλοντος στη λειτουργία των γονιδίων ενός οργανισμού, χωρίς μεταβολή του γονιδιώματος (του DNA)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη επιγένεση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιγενετική