επισταθμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επισταθμία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπισταθμία[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.pi.staˈθmi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐σταθ‐μί‐α
- παλιότερος συλλαβισμός : ε‐πι‐στα‐θμί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επισταθμία θηλυκό
- (στρατιωτικός όρος) η στάθμευση μιας μονάδας του στρατού σε στεγασμένο χώρο κατά τη διάρκεια της νύχτας και ο χώρος όπου αυτή γίνεται
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επισταθμία
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ επισταθμία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)