ἐπισταθμία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: επισταθμία

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐπισταθμί αἱ ἐπισταθμίαι
      γενική τῆς ἐπισταθμίᾱς τῶν ἐπισταθμιῶν
      δοτική τῇ ἐπισταθμί ταῖς ἐπισταθμίαις
    αιτιατική τὴν ἐπισταθμίᾱν τὰς ἐπισταθμίᾱς
     κλητική ! ἐπισταθμί ἐπισταθμίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐπισταθμί
γεν-δοτ τοῖν  ἐπισταθμίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐπισταθμία < ἐπίσταθμ(ος) + -ία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἐπισταθμία θηλυκό

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]