εργάσιμος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εργάσιμος < (ελληνιστική κοινή) ἐργάσιμος
Επίθετο
[επεξεργασία]εργάσιμος, -η, -ο
- χαρακτηρισμός για ημέρα ή ώρα ή άλλο χρονικό διάστημα κατά το οποίο εργάζεται κάποιος
- για τους υπαλλήλους των εμπορικών το Σάββατο είναι εργάσιμη ημέρα
- εργάσιμος χρόνος