ερευγμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ερευγμός | οι | ερευγμοί |
γενική | του | ερευγμού | των | ερευγμών |
αιτιατική | τον | ερευγμό | τους | ερευγμούς |
κλητική | ερευγμέ | ερευγμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ερευγμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐρευγμός < ἐρεύγομαι (ρεύομαι)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.ɾevɣˈmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ρευγ‐μός
- παλιότερος συλλαβισμός : ε‐ρευ‐γμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ερευγμός αρσενικό
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ερευγμός
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)