ετεροαναφορικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ετεροαναφορικός η ετεροαναφορική το ετεροαναφορικό
      γενική του ετεροαναφορικού της ετεροαναφορικής του ετεροαναφορικού
    αιτιατική τον ετεροαναφορικό την ετεροαναφορική το ετεροαναφορικό
     κλητική ετεροαναφορικέ ετεροαναφορική ετεροαναφορικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ετεροαναφορικοί οι ετεροαναφορικές τα ετεροαναφορικά
      γενική των ετεροαναφορικών των ετεροαναφορικών των ετεροαναφορικών
    αιτιατική τους ετεροαναφορικούς τις ετεροαναφορικές τα ετεροαναφορικά
     κλητική ετεροαναφορικοί ετεροαναφορικές ετεροαναφορικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ετεροαναφορικός < ετερο- + αναφορικός

Επίθετο[επεξεργασία]

ετεροαναφορικός

  • που κάποιος άλλος αναφέρεται σ’ αυτόν

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]