ευλαλία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ευλαλία | οι | ευλαλίες |
γενική | της | ευλαλίας | των | ευλαλιών |
αιτιατική | την | ευλαλία | τις | ευλαλίες |
κλητική | ευλαλία | ευλαλίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευλαλία < εύλαλος + -ία < ελληνιστική κοινή εὔλαλος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ευλαλία θηλυκό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευλαλία
|