εφόλκιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εφόλκιο τα εφόλκια
      γενική του εφολκίου
εφόλκιου
των εφολκίων
    αιτιατική το εφόλκιο τα εφόλκια
     κλητική εφόλκιο εφόλκια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εφόλκιο < αρχαία ελληνική ἐφόλκιον

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /eˈfol.ci.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐φόλ‐κι‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εφόλκιο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]