ζέα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ζέᾱ | αἱ | ζέαι |
γενική | τῆς | ζέᾱς | τῶν | ζεῶν |
δοτική | τῇ | ζέᾳ | ταῖς | ζέαις |
αιτιατική | τὴν | ζέᾱν | τὰς | ζέᾱς |
κλητική ὦ! | ζέᾱ | ζέαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ζέᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ζέαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'φαρέτρα' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ζέα < *ζεΗ-ια [πβ. ιαπετικό *jev-ja, σανσκριτικά yávas (σιτάρι), λιθ. yavai (σιτάρι)]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ζέα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη ζειά
- ἐκ δὲ τῶν ἐν Τυρρηνίᾳ πόλεων οἱ πεμφθέντες κέγχρους τε καὶ ζέας συνωνησάμενοι ταῖς ποταμηγοῖς σκάφαις κατεκόμισαν εἰς τὴν πόλιν. (Διονύσιος Αλικαρνασσεύς, Ρωμαϊκή Αρχαιολογία, 7, 12)
- ἐν κάνησι καὶ πινακίσκοις κεραμεοῖς, ἀλφίτων μάζας καὶ πόπανα καὶ ζέας καὶ καρπῶν τινων ἀπαρχὰς καὶ ἄλλα τοιαῦτα λιτὰ. (Διονύσιος Αλικαρνασσεύς, Ρωμαϊκή Αρχαιολογία, 2, 23)
- γραμμή/ρυτίδα στον ουρανίσκο ενός αλόγου (Ἱππιατρικά, 1, 8)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'φαρέτρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φαρέτρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)