ζωνοδέλφινο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /zo.noˈðel.fi.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζω‐νο‐δέλ‐φι‐νο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ζωνοδέλφινο ουδέτερο
- (θηλαστικό ζώο) δελφίνι (Stenella coeruleoalba) που ζει σε εύκρατα και τροπικά νερά όλων των ωκεανών του κόσμου, μέλος της οικογένειας Delphinidae
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Striped dolphin στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ζωνοδέλφινο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θηλαστικά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)