ηδύτητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ηδύτητα | οι | ηδύτητες |
γενική | της | ηδύτητας | των | ηδυτήτων |
αιτιατική | την | ηδύτητα | τις | ηδύτητες |
κλητική | ηδύτητα | ηδύτητες | ||
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ηδύτητα < (ελληνιστική κοινή) ἡδύτης < αρχαία ελληνική ἡδύς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sweh₂dús (ηδύς) < *sweh₂d- (ηδύς)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /iˈði.ti.ta/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ηδύτητα θηλυκό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ηδύτητα
|