ηλιοψημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
ηλιοψημένος, -η, -ο
- που έχει μελαχρινό δέρμα εξαιτίας της μακροχρόνιας έκθεσης στον ήλιο
- Ευθύς μετ’ ολίγον, ο Πάπος, φαγκρίζων και γελών, ως προσωπίς αποκριάτικη, κάτισχνος, μελαψός, και ηλιοψημένος, ήλθε πλησίον εκεί ... (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Το ενιαύσιον θύμα, 1899)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηλιοψημένος
|