ημερινός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ημερινός η ημερινή το ημερινό
      γενική του ημερινού της ημερινής του ημερινού
    αιτιατική τον ημερινό την ημερινή το ημερινό
     κλητική ημερινέ ημερινή ημερινό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ημερινοί οι ημερινές τα ημερινά
      γενική των ημερινών των ημερινών των ημερινών
    αιτιατική τους ημερινούς τις ημερινές τα ημερινά
     κλητική ημερινοί ημερινές ημερινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ημερινός < ημέρα

Επίθετο[επεξεργασία]

ημερινός, -ή, -ό

  • που γίνεται κατά τη διάρκεια της ημέρας

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]