ημιεπαγγελματικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ημιεπαγγελματικός η ημιεπαγγελματική το ημιεπαγγελματικό
      γενική του ημιεπαγγελματικού της ημιεπαγγελματικής του ημιεπαγγελματικού
    αιτιατική τον ημιεπαγγελματικό την ημιεπαγγελματική το ημιεπαγγελματικό
     κλητική ημιεπαγγελματικέ ημιεπαγγελματική ημιεπαγγελματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ημιεπαγγελματικοί οι ημιεπαγγελματικές τα ημιεπαγγελματικά
      γενική των ημιεπαγγελματικών των ημιεπαγγελματικών των ημιεπαγγελματικών
    αιτιατική τους ημιεπαγγελματικούς τις ημιεπαγγελματικές τα ημιεπαγγελματικά
     κλητική ημιεπαγγελματικοί ημιεπαγγελματικές ημιεπαγγελματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ημιεπαγγελματικός < ημι- + επαγγελματικός

Επίθετο[επεξεργασία]

ημιεπαγγελματικός

  • που είναι σχεδόν επαγγελματικός, αλλά μπορεί να είναι και οικιακός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]