ημιπόδιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ημιπόδιο | τα | ημιπόδια |
γενική | του | ημιπόδιου & ημιποδίου |
των | ημιπόδιων & ημιποδίων |
αιτιατική | το | ημιπόδιο | τα | ημιπόδια |
κλητική | ημιπόδιο | ημιπόδια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ημιπόδιο < ελληνιστική κοινή ἡμιπόδιον < αρχαία ελληνική ἡμι- + πούς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ημιπόδιο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)