ησιόδειος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ησιόδειος < αρχαία ελληνική Ἡσιόδειος < Ἡσίοδος
Επίθετο[επεξεργασία]
ησιόδειος -α -ο
- που ανήκει στον Ησίοδο ή είναι σχετικός με το έργο του
- το ησιόδειο άροτρο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Ησίοδος στη Βικιπαίδεια