θασίτικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θασίτικος η θασίτικη το θασίτικο
      γενική του θασίτικου της θασίτικης του θασίτικου
    αιτιατική τον θασίτικο τη θασίτικη το θασίτικο
     κλητική θασίτικε θασίτικη θασίτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θασίτικοι οι θασίτικες τα θασίτικα
      γενική των θασίτικων των θασίτικων των θασίτικων
    αιτιατική τους θασίτικους τις θασίτικες τα θασίτικα
     κλητική θασίτικοι θασίτικες θασίτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θασίτικος < Θάσος + -ίτικος

Επίθετο[επεξεργασία]

θασίτικος, -η, -ο

  • που έχει σχέση με την Θάσο ή αναφέρεται σ’ αυτή
    Οι δυο εξαιρετικής τέχνης καρυάτιδες από θασίτικο μάρμαρο που αποκαλύφθηκαν μόλις το απόγευμα του Σαββάτου 6 Σεπτεμβρίου στο πλαίσιο της συνέχισης των ανασκαφικών εργασιών στην Αμφίπολη αναμφίβολα εντυπωσιάζουν. (*)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]