θεματολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θεματολογικός < θεματολογ(ία) + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
θεματολογικός, -ή, -ό
- σχετικός με την θεματολογία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θεματολογικός
|