θεοστεφής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θεοστεφής η θεοστεφής το θεοστεφές
      γενική του θεοστεφούς* της θεοστεφούς του θεοστεφούς
    αιτιατική τον θεοστεφή τη θεοστεφή το θεοστεφές
     κλητική θεοστεφή(ς) θεοστεφής θεοστεφές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θεοστεφείς οι θεοστεφείς τα θεοστεφή
      γενική των θεοστεφών των θεοστεφών των θεοστεφών
    αιτιατική τους θεοστεφείς τις θεοστεφείς τα θεοστεφή
     κλητική θεοστεφείς θεοστεφείς θεοστεφή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θεοστεφής < Θε(ός) + -ο- + -στεφής

Επίθετο[επεξεργασία]

θεοστεφής

  1. που τον φωτίζει ο θεός, που τον έχει στέψει βασιλιά ο θεός
    Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν, τον θεοστεφή και πορφυρογέννητον βασιλέα


Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]