θερμιδομετρία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θερμιδομετρία οι θερμιδομετρίες
      γενική της θερμιδομετρίας των θερμιδομετριών
    αιτιατική τη θερμιδομετρία τις θερμιδομετρίες
     κλητική θερμιδομετρία θερμιδομετρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θερμιδομετρία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θερμιδομετρία θηλυκό

  1. (φυσική) κλάδος της φυσικής που μελετά τις θερμικές ανταλλαγές ανάμεσα σε διάφορα σώματα
  2. η μέτρηση των θερμικών ανταλλαγών με θερμιδόμετρο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]