θερμιονικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]θερμιονικός
- (φυσική): ο αναφερόμενος στο φαινόμενο της εκπομπής σωματιδίων από διάπυρο υλικό.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θερμιονικός
|