θερμοανακλαστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θερμοανακλαστικός < θερμο- + ανακλαστικός
Επίθετο[επεξεργασία]
θερμοανακλαστικός
- που συμβάλλει στην ανάκλαση της θερμότητας
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θερμοανακλαστικός
|