θεσμικοπολιτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
θεσμικοπολιτικός
- (νεολογισμός) που είναι ταυτόχρονα θεσμικός και πολιτικός, που αφορά τους θεσμούς και την πολιτική
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θεσμικοπολιτικός
|