θεσμικοπολιτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θεσμικοπολιτικός η θεσμικοπολιτική το θεσμικοπολιτικό
      γενική του θεσμικοπολιτικού της θεσμικοπολιτικής του θεσμικοπολιτικού
    αιτιατική τον θεσμικοπολιτικό τη θεσμικοπολιτική το θεσμικοπολιτικό
     κλητική θεσμικοπολιτικέ θεσμικοπολιτική θεσμικοπολιτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θεσμικοπολιτικοί οι θεσμικοπολιτικές τα θεσμικοπολιτικά
      γενική των θεσμικοπολιτικών των θεσμικοπολιτικών των θεσμικοπολιτικών
    αιτιατική τους θεσμικοπολιτικούς τις θεσμικοπολιτικές τα θεσμικοπολιτικά
     κλητική θεσμικοπολιτικοί θεσμικοπολιτικές θεσμικοπολιτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θεσμικοπολιτικός < θεσμικός + -ο- + πολιτικός

Επίθετο[επεξεργασία]

θεσμικοπολιτικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]