θνησιγένεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θνησιγένεια < θνησιγεν(ής) + -εια[1] < → δείτε (ελληνιστική κοινή) θνῆσις + αρχαία ελληνική γένος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /θni.siˈʝe.ni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θνη‐σι‐γέ‐νει‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θνησιγένεια θηλυκό
- ο αριθμός του ποσοστού γέννησης νεκρών ή θνησιγενών νεογνών σε σχέση με τον συνολικό αριθμό γεννήσεων
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θνησιγένεια
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ θνησιγενής - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .