θνησιγένεια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θνησιγένεια οι θνησιγένειες
      γενική της θνησιγένειας των θνησιγενειών
    αιτιατική τη θνησιγένεια τις θνησιγένειες
     κλητική θνησιγένεια θνησιγένειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θνησιγένεια < θνησιγεν(ής) + -εια[1] < → δείτε  (ελληνιστική κοινή) θνῆσις + αρχαία ελληνική γένος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /θni.siˈʝe.ni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θνη‐σι‐γέ‐νει‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θνησιγένεια θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. θνησιγενής - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]