θρούμπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θρούμπα | οι | θρούμπες |
γενική | της | θρούμπας | των | θρουμπών |
αιτιατική | τη | θρούμπα | τις | θρούμπες |
κλητική | θρούμπα | θρούμπες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θρούμπα < μεσαιωνική ελληνική δρούπα < (ελληνιστική κοινή) δρύππα < αρχαία ελληνική δρυπεπής (ἐλαία) (με παρετυμολογική επίδραση της λέξης θρούμπι)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θρούμπα θηλυκό
- (γαστρονομία) ελιά που έχει ωριμάσει και αρωματιστεί με θρούμπι ή άλλα αρωματικά
- (γαστρονομία) ελιά που έχει πέσει ώριμη από το δένδρο
- ※ Οι ελιές Θρούμπες ή ζαρωμένες είναι πλήρως ώριμες ελιές που ωριμάζουν και ζαρώνουν πάνω στο δέντρο. Τα δίχτυα τοποθετούνται κάτω από τα δέντρα και οι ελιές πέφτουν όταν είναι πλήρως ώριμες. (από εμπορική ιστοσελίδα, ανάκτηση 11/8/2024 [1])
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θρούμπα
|