θῶμιγξ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική θῶμιγξ αἱ θώμιγγες
      γενική τῆς θώμιγγος τῶν θωμίγγων
      δοτική τῇ θώμιγγ ταῖς θώμιγξ(ν)
    αιτιατική τὴν θώμιγγ τὰς θώμιγγᾰς
     κλητική ! θῶμιγξ θώμιγγες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θώμιγγε
γεν-δοτ τοῖν  θωμίγγοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φάλαγξ' όπως «φάλαγξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θῶμιγξ < άγνωστης ετυμολογίας Ίσως συγγενές με το λατινικό fūnis (σχοινί). To ‑ιγγ- κατά τον Beekes μαρτυρεί προελληνική προέλευση[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θῶμιγξ θηλυκό

  1. σχοινί, κορδόνι
    ※  ἐν τεμένεϊ Ἀφροδίτης κατέαται στέφανον περὶ τῇσι κεφαλῇσι ἔχουσαι θώμιγγος πολλαὶ γυναῖκες·
    στο τέμενος της Αφροδίτης κάθονται έχοντας στεφάνι από σκοινί στα κεφάλια πολλές γυναίκες
    Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι (c.440 π.Κ.Ε.) 1. Κλειώ, 199.2 (σχετικά με τα έθιμα των Βαβυλωνίων
  2. χορδή τόξου
    ※  πολλὰ μὲν γὰρ ἐκ χερῶν πέτροισιν ἠράσσοντο, τοξικῆς τ᾽ ἄπο θώμιγγος ἰοὶ προσπίτνοντες ὤλλυσαν·
    γιατί βροχή απ᾽ τα χέρια τους πέφτοντας πέτρες κι από των τόξων τις νευρές βέλη χαλάζι το θάνατο σκορπούσανε·
    Αισχύλος, Πέρσαι (472 π.Κ.Ε.), στίχος 561 @greek-language.gr Mετάφραση (1930): Ιωάννης Γρυπάρης
    ※  <ἱππικὴ βάσις>· ἡ νευρὰ τοῦ τόξου, διὰ τὸ ἐξ ἱππείων γίνεσθαι νευρῶν. οἱ δὲ <θώμιγγα νευρῶν ἱππικὴν> καλοῦσιν ( Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Ι)
  3. πετονιά ψαρέματος

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.

Πηγές[επεξεργασία]