ινσουλίνωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ινσουλίνωμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική insulinoma < insulin < λατινική insula (νησί)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ινσουλίνωμα ουδέτερο
- (ιατρική) ογκίδιο στο πάγκρεας και παράγει υπερβολική ποσότητα ινσουλίνης
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ινσουλίνωμα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)