ισοσκέλεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ισοσκέλεια < ελληνιστική κοινή ἰσοσκέλεια < αρχαία ελληνική ἰσοσκελής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ισοσκέλεια θηλυκό
- η ιδιότητα του ισοσκελούς
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ισοσκέλεια