ιχθυόσκαλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιχθυόσκαλα οι ιχθυόσκαλες
      γενική της ιχθυόσκαλας των ιχθυοσκαλών
    αιτιατική την ιχθυόσκαλα τις ιχθυόσκαλες
     κλητική ιχθυόσκαλα ιχθυόσκαλες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιχθυόσκαλα < ιχθυό- + σκάλα, (μεταφραστικό δάνειο) νέα ελληνική ψαρόσκαλα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ιχθυόσκαλα θηλυκό

  1. (αλιεία) η αγορά η οποία διαθέτει χωρικές υποδομές, όπως ψυκτικούς θαλάμους, παγοποιεία, αποθηκευτικοί χώροι, συσκευαστήρια, κοντά σε ένα λιμάνι απ' όπου πωλούνται ψάρια είτε της χοντρικής ή της λιανικής
  2. το μέρος λιμανιού όπου ξεφορτώνονται ψάρια

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]