κάρπισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κάρπισμα < μεσαιωνική ελληνική κάρπισμα < αρχαία ελληνική καρπίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κάρπισμα ουδέτερο
- (οικείο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καρπίζω
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κάρπισμα
|