κάττα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Χρειάζεται πηγή για τα κυπριακά, και για την ετυμολογία --sarri.greek (συζήτηση) 18:14, 3 Μαΐου 2019 (UTC).


Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κάττα θηλυκό


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κάττ αἱ κάτται
      γενική τῆς κάττης τῶν καττῶν
      δοτική τῇ κάττ ταῖς κάτταις
    αιτιατική τὴν κάττᾰν τὰς κάττᾱς
     κλητική ! κάττ κάτται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κάττ
γεν-δοτ τοῖν  κάτταιν
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'δόξα' όπως «δόξα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κάττα < αβέβαιης ετυμολογίας ή < λατινική cattus

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κάττα θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]