κίναιδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κίναιδος < αρχαία ελληνική κίναιδος. Υβριστική Λέξη. Η περαιτέρω ετυμολογία είναι αβέβαιη. Ο Γαληνός παραθέτοντας τον Αρχιγένη έγραψε ότι είναι συριακή λέξη (Gal. 12,800). Ίσως προελληνική λέξη (Beekes, 2010). Υπάρχει και η πρόταση < κινέω / κινῶ + αἰδώς ή αἰδοῖον. Όμως το -ι- στη λέξη κίναιδος είναι βραχύ (ῐ) ενώ στη λέξη κινῶ μακρό (ῑ)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κίναιδος | οι | κίναιδοι |
γενική | του | κίναιδου | των | κίναιδων |
αιτιατική | τον | κίναιδο | τους | κίναιδους |
κλητική | κίναιδε | κίναιδοι | ||
όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
κίναιδος αρσενικό
- ο θηλυπρεπής ομοφυλόφιλος
- ο άνδρας με παρενδυτικές επιθυμίες (είδος φετιχισμού: ένδυση με ρούχα του αντίθετου φύλου)
- (υβριστικά, σύγχρονα) ο ομοφυλόφιλος που έχει παθητικό ρόλο