καβάθα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καβάθα | οι | καβάθες |
γενική | της | καβάθας | των | καβαθών |
αιτιατική | την | καβάθα | τις | καβάθες |
κλητική | καβάθα | καβάθες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καβάθα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή καβαθα (επίσης γαβαθόν) < λατινική gabata → και δείτε τη λέξη γαβάθα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kaˈva.θa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐βά‐θα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καβάθα θηλυκό
- άλλη μορφή του γαβάθα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καβάθα
→ δείτε τη λέξη γαβάθα |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)