καλωσόρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καλωσόρισμα < καλωσορίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καλωσόρισμα ουδέτερο (πληθυντικός : καλωσορίσματα)
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καλωσορίζω, η φιλόξενη υποδοχή κάποιου που μόλις έφτασε και ο χαιρετισμός με τη φράση καλώς όρισες
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καλωσόρισμα
|