καμαροειδής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καμαροειδής η καμαροειδής το καμαροειδές
      γενική του καμαροειδούς* της καμαροειδούς του καμαροειδούς
    αιτιατική τον καμαροειδή την καμαροειδή το καμαροειδές
     κλητική καμαροειδή(ς) καμαροειδής καμαροειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καμαροειδείς οι καμαροειδείς τα καμαροειδή
      γενική των καμαροειδών των καμαροειδών των καμαροειδών
    αιτιατική τους καμαροειδείς τις καμαροειδείς τα καμαροειδή
     κλητική καμαροειδείς καμαροειδείς καμαροειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καμαροειδής < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

καμαροειδής

  • σχηματίζει καμάρα, έχει σχήμα καμάρας· καμαρωτός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]