καμιζόλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καμιζόλα | οι | καμιζόλες |
γενική | της | καμιζόλας | των | (καμιζολών) |
αιτιατική | την | καμιζόλα | τις | καμιζόλες |
κλητική | καμιζόλα | καμιζόλες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καμιζόλα θηλυκό
- φαρδιά και μακριά μπλούζα ή πουκάμισο
- Υπάρχει μάλιστα η συνήθεια να αγοράζει καθένας έγκαιρα την καμιζόλα του για την περίσταση. (εφημερίδα Το Βήμα, 21/3/2013)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)