καμιόνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καμιόνι | τα | καμιόνια |
γενική | του | καμιονιού | των | καμιονιών |
αιτιατική | το | καμιόνι | τα | καμιόνια |
κλητική | καμιόνι | καμιόνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καμιόνι < (άμεσο δάνειο) γαλλική camion
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καμιόνι ουδέτερο
- (μέσο μεταφορών) το φορτηγό
- μεγάλο φορτηγό αυτοκίνητο με ανοιχτή ή με κλειστή καρότσα, ανατρεπόμενη ή όχι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μέσα μεταφορών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)