καπανταής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Καπανταής

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καπανταής οι καπανταήδες
      γενική του καπανταή των καπανταήδων
    αιτιατική τον καπανταή τους καπανταήδες
     κλητική καπανταή καπανταήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καπανταής < (άμεσο δάνειο) τουρκική kabadayɪ + -ης

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.pa.daˈis/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καπανταής αρσενικό

  1. ψευτοπαλικαράς, αρχιπαλικαράς[1]
  2. δυνάστης, βιαστής[2]

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Τα Ιστορικά, τεύχη 3-4, 1985, σελ. 205
  2. Αντώνιος Ν. Γιάνναρης, Άσματα Κρητικά, Kretas Volkslieder nebst Distichen und Sprichwörtern: ... 1876, σελ. 337 [1]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014