καπνεμπορείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καπνεμπορείο < καπνέμπορος + -είο
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.pnem.boˈɾi.o/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καπνεμπορείο ουδέτερο
- το κατάστημα στο οποίο γίνεται το εμπόριο καπνού, καπνών ή καπνικών προϊόντων
- Σε ηλικία 16 ετών ήρθε στην Αθήνα και δούλεψε στο καπνεμπορείο του Ανδρέα Γαζή στην οδό Ερμού. Εκεί έμαθε την τέχνη και όλα τα απαραίτητα για την ανάμιξη του καπνού. (*)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις καπνέμπορος, καπνός και έμπορος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καπνεμπορείο
|